- ερωτοτροπώ
- ερωτοτρόπησα1. προσπαθώ να κάνω πρόσωπο του άλλου φύλου να με ερωτευθεί.2. ερωτολογώ, φλερτάρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ερωτοτροπώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ερωτοτροπώ — έω μιλώ ή συμπεριφέρομαι ερωτικά σε κάποιο πρόσωπο, ζητώ να προκαλέσω με λόγια ή τρόπους την ερωτική συμπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτότροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… … Dictionary of Greek
ακροπαίζω — 1. παίζω λίγο 2. ερωτοτροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + παίζω] … Dictionary of Greek
γαμπρίζω — [γαμπρός] 1. επιδεικνύομαι, συμπεριφέρομαι σαν γαμπρός 2. ερωτοτροπώ με κάποιον … Dictionary of Greek
γλυκοσαλιάζω — και ίζω 1. ησυχάζω, ανακουφίζομαι 2. μού τρέχουν τα σάλια από τον πόθο, επιθυμώ πολύ 3. ερωτοτροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + σαλιάζω «εκκρίνω σάλιο»] … Dictionary of Greek
ερωτολογώ — έω και άω 1. μιλώ για έρωτα 2. ερωτοτροπώ, αισθηματολογώ 3. καταγίνομαι στο να συνάπτω ερωτικές σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
ζαχαρώνω — [ζάχαρη] 1. παθαίνω κρυστάλλωση τής ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι») 2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω 3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα») 4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
κορτάρω — και κορτετζάρω κάνω κόρτε, ερωτοτροπώ, φλερτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άρω, χαρακτηριστική τών ρ. ξεν. προελεύσεως (< ιταλ. κατάλ. απαρεμφάτου are), πρβλ. κοντρολ άρω, φουμ άρω] … Dictionary of Greek